στιγματοφόρος

στιγματοφόρος
και στιγματηφόρος, -ον, Α
αυτός που έχει ή φέρει στίγματα, στιγματίας, σημαδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίγμα, -ατος + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στιγματοφόρος — bearing tattoo marks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • στιγματηφόρος — ον, Α βλ. στιγματοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”